Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Smallholding
01
μικρή αγροτική εκμετάλλευση, μικρή αγροτική ιδιοκτησία
a piece of land under 50 acres that is sold or let to someone for cultivation
Λεξικό Δέντρο
smallholding
small
holding
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μικρή αγροτική εκμετάλλευση, μικρή αγροτική ιδιοκτησία
Λεξικό Δέντρο
small
holding