Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ingrained
01
εμφυτευμένος, βαθιά εμφυτευμένος
(of beliefs, behaviors, habits, etc.) existing for so long and so deeply rooted that has made changing very difficult
Παραδείγματα
Her ingrained habits made it difficult to adapt to the new system.
Οι ριζωμένες συνήθειές της έκαναν δύσκολη την προσαρμογή στο νέο σύστημα.
The company faced challenges because of its ingrained traditions.
Η εταιρεία αντιμετώπισε προκλήσεις λόγω των ριζωμένων παραδόσεων της.
Λεξικό Δέντρο
ingrained
ingrain
grain



























