Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
inglorious
01
επονείδιστος, ατιμωτικός
having a disgraceful quality
02
επονείδιστος, άδοξος
unable to bring any pride or glory
Λεξικό Δέντρο
inglorious
glorious
glory
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
επονείδιστος, ατιμωτικός
επονείδιστος, άδοξος
Λεξικό Δέντρο