LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Incensed
/ɪnsˈɛnsd/
/ˈɪnˌsɛnst/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "incensed"
incensed
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
θυμωμένος
filled with intense anger or fury
indignant
outraged
umbrageous
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App