Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
incensed
01
οργισμένος, αγανακτισμένος
filled with intense anger or fury
Παραδείγματα
She was incensed by the unfair treatment she received from her supervisor.
Ήταν οργισμένη από την άδικη μεταχείριση που έλαβε από τον επόπτη της.
He became incensed when he discovered someone had vandalized his car.
Έγινε έξαλλος όταν ανακάλυψε ότι κάποιος είχε βανδαλίσει το αυτοκίνητό του.
Λεξικό Δέντρο
incensed
incense
cense



























