Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Inception
01
έναρξη, ξεκίνημα
the starting point of an activity or event
Παραδείγματα
The project faced challenges from its inception, requiring constant adaptation.
Το έργο αντιμετώπισε προκλήσεις από την αρχή του, απαιτώντας συνεχή προσαρμογή.
The technology behind smartphones has evolved drastically from its inception to its current state.
Η τεχνολογία πίσω από τα smartphones έχει εξελιχθεί δραστικά από την αρχή της έως την τρέχουσα κατάστασή της.
Λεξικό Δέντρο
inception
incept



























