Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
incessant
01
αδιάκοπος, συνεχής
happening or continuing without interruption or stopping
Παραδείγματα
Her incessant chatter during the meeting was distracting to everyone present.
Η αδιάκοπη φλυαρία της κατά τη διάρκεια της συνάντησης αποσπούσε την προσοχή όλων των παρευρισκομένων.
The incessant noise from the construction site made it difficult to concentrate.
Ο αδιάκοπος θόρυβος από το εργοτάξιο έκανε δύσκολη τη συγκέντρωση.
Λεξικό Δέντρο
incessantly
incessantness
incessant
incess



























