Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ceaseless
Παραδείγματα
The city was under ceaseless rain for days, flooding many streets.
Η πόλη βρισκόταν υπό αδιάκοπη βροχή για μέρες, πλημμυρίζοντας πολλούς δρόμους.
The fort was subjected to ceaseless bombardment, with no relief in sight.
Το φρούριο υπέστη αδιάκοπο βομβαρδισμό, χωρίς καμία ανακούφιση σε μέλλον.
02
αδιάκοπος, ατέρμων
appearing to have no end, continuing indefinitely
Παραδείγματα
The ceaseless chatter in the room made it impossible to concentrate.
Η αδιάκοπη φλυαρία στο δωμάτιο έκανε αδύνατο να συγκεντρωθεί κανείς.
Her ceaseless energy kept the project moving forward despite challenges.
Η ατέρμονη ενέργειά της κράτησε το έργο να προχωράει παρά τις προκλήσεις.
Λεξικό Δέντρο
ceaselessly
ceaselessness
ceaseless
cease



























