Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ceaselessly
01
αδιάκοπα, ασταμάτητα
in a manner that continues without stopping or pausing
Παραδείγματα
The rain fell ceaselessly throughout the night.
Η βροχή έπεφτε αδιάκοπα όλη τη νύχτα.
She worked ceaselessly to finish the project on time.
Δούλεψε αδιάκοπα για να ολοκληρώσει το έργο εγκαίρως.
02
αδιάκοπα, ασταμάτητα
without an end or pause



























