Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Incel
01
ένας ετεροφυλόφιλος άνδρας που κατηγορεί τις γυναίκες και την κοινωνία για την έλλειψη ρομαντικής επιτυχίας του, incel
a heterosexual man who blames women and society for his lack of romantic success
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ένας ετεροφυλόφιλος άνδρας που κατηγορεί τις γυναίκες και την κοινωνία για την έλλειψη ρομαντικής επιτυχίας του, incel