LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Incel
/ɪnsˈɛl/
/ɪnsˈɛl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "incel"
Incel
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
incel
a heterosexual man who blames women and society for his lack of romantic success
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App