Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
incautious
01
απρόσεκτος, απερίσκεπτος
lacking in caution
02
απρόσεκτος, απερίσκεπτος
carelessly failing to exercise proper caution
Λεξικό Δέντρο
incautious
cautious
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
απρόσεκτος, απερίσκεπτος
απρόσεκτος, απερίσκεπτος
Λεξικό Δέντρο