Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Incarceration
01
φυλάκιση, εγκλεισμός
the act of putting or keeping someone in captivity
Παραδείγματα
Many activists are pushing for alternatives to incarceration for non-violent offenders.
Πολλοί ακτιβιστές πιέζουν για εναλλακτικές λύσεις της φυλάκισης για μη βίαιους παραβάτες.
Her incarceration gave her time to reflect on the choices she made in life.
Η φυλάκισή της της έδωσε χρόνο να αναλογιστεί τις επιλογές που έκανε στη ζωή.
Λεξικό Δέντρο
incarceration
incarcerate



























