Incapacitated
volume
British pronunciation/ɪnkəpˈæsɪtˌe‍ɪtɪd/
American pronunciation/ˌɪnkəˈpæsɪˌteɪtɪd/

Ορισμός και Σημασία του "incapacitated"

incapacitated
01

lacking in or deprived of strength or power

download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store