Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
impractical
01
αντιπρακτικός, μη εφικτός
not practical or feasible
Παραδείγματα
Building a house on that cliff is an impractical idea.
Το να χτίσεις ένα σπίτι σε εκείνο το βράχο είναι μια μη πρακτική ιδέα.
Wearing high heels in the snow is quite impractical.
Το να φοράς ψηλοτάκουνες στο χιόνι είναι αρκετά αντικειμενικά.
Παραδείγματα
Building a skyscraper on that narrow plot of land is impractical.
Η κατασκευή ενός ουρανοξύστη σε εκείνο το στενό οικόπεδο είναι ανέφικτη.
It ’s impractical to expect her to finish the project in one day.
Είναι αντιπαραγωγικό να αναμένουμε ότι θα ολοκληρώσει το έργο σε μια μέρα.
Λεξικό Δέντρο
impractical
practical
practice



























