Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Impoverishment
01
απογύμνωση, φτώχεια
the state of having little or no money and few or no material possessions
02
αφάνεια, εξαθλίωση
the act of making someone poor
Λεξικό Δέντρο
impoverishment
impoverish
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
απογύμνωση, φτώχεια
αφάνεια, εξαθλίωση
Λεξικό Δέντρο