Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
impracticable
01
απραγματοποίητος, μη πρακτικός
not possible or very difficult to be done
Παραδείγματα
The manager realized that their expectations were impracticable given the current budget.
Ο διαχειριστής συνειδητοποίησε ότι οι προσδοκίες τους ήταν ανέφικτες δεδομένου του τρέχοντος προϋπολογισμού.
The impracticable nature of the task discouraged many from even attempting it.
Η ανεφάρμοστη φύση της εργασίας απείλησε πολλούς να μην την επιχειρήσουν καν.
Λεξικό Δέντρο
impracticable
practicable
practice



























