Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
impertinent
Παραδείγματα
She could n't believe how impertinent Tom was for questioning her authority in front of everyone.
Δεν μπορούσε να πιστέψει πόσο αναιδής ήταν ο Tom αμφισβητώντας την εξουσία της μπροστά σε όλους.
He was impertinent, speaking over his colleagues without any regard for their opinions.
Ήταν αναιδής, μιλώντας πάνω από τους συναδέλφους του χωρίς καμία εκτίμηση για τις απόψεις τους.
02
ανάρμοστος, άσχετος
irrelevant to the matter at hand
Παραδείγματα
The lawyer's impertinent remarks were dismissed by the judge as irrelevant.
Οι απρεπείς παρατηρήσεις του δικηγόρου απορρίφθηκαν από τον δικαστή ως άσχετες.
The impertinent details in the report were removed before submission.
Οι ανάρμοστες λεπτομέρειες στην έκθεση αφαιρέθηκαν πριν από την υποβολή.
03
αναιδής, ασεβής
showing a lack of respect or undue boldness in actions or behavior
Παραδείγματα
His impertinent remarks during the meeting annoyed his colleagues.
Οι αναιδείς παρατηρήσεις του κατά τη διάρκεια της συνάντησης ενόχλησαν τους συναδέλφους του.
The child's impertinent interruption frustrated the teacher.
Η αναιδής διακοπή του παιδιού απογοήτευσε τον δάσκαλο.
Λεξικό Δέντρο
impertinent
pertinent
pertin



























