Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
audacious
Παραδείγματα
His audacious plan to revolutionize the industry involved introducing radical changes that shocked competitors and investors alike.
Το τολμηρό σχέδιό του για να επαναστατήσει τη βιομηχανία περιλάμβανε την εισαγωγή ριζικών αλλαγών που σόκαραν τόσο τους ανταγωνιστές όσο και τους επενδυτές.
The audacious explorer set out on a perilous journey to reach the summit of the world's highest peak, pushing the limits of human endurance.
Ο τολμηρός εξερευνητής ξεκίνησε ένα επικίνδυνο ταξίδι για να φτάσει στην κορυφή του υψηλότερου βουνού του κόσμου, πιέζοντας τα όρια της ανθρώπινης αντοχής.
1.1
τολμηρός, αναιδής
showing bold disregard or open contempt for law, religion, or accepted social norms
Παραδείγματα
The rebels launched an audacious attack on the sacred temple.
Οι επαναστάτες εξαπέλυσαν μια τολμηρή επίθεση στον ιερό ναό.
His audacious defiance of the court shocked the entire nation.
Η τολμηρή του αψήφιση του δικαστηρίου σόκαρε ολόκληρο το έθνος.
02
τολμηρός, θρασύς
(of a person) showing a willingness to take bold risks or act in a brazen or disrespectful manner
Παραδείγματα
The audacious young man proposed an idea that no one else dared to consider.
Ο τολμηρός νεαρός πρότεινε μια ιδέα που κανείς άλλος δεν τόλμησε να σκεφτεί.
He was an audacious leader, willing to take risks others would n’t even dream of.
Ήταν ένας τολμηρός ηγέτης, πρόθυμος να αναλάβει ρίσκα που άλλοι δεν θα ονειρεύονταν καν.
Λεξικό Δέντρο
audaciously
audaciousness
audacious



























