Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Audaciousness
01
τολμηρότητα, θρασύτητα
aggressive boldness or unmitigated effrontery
02
τολμηρότητα, θρασύτητα
fearless daring
Λεξικό Δέντρο
audaciousness
audacious
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
τολμηρότητα, θρασύτητα
τολμηρότητα, θρασύτητα
Λεξικό Δέντρο