Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
audaciously
01
τολμηρά, με θράσος
in a bold and fearless way, especially when taking risks or challenging norms
Παραδείγματα
She audaciously challenged the director's decision during the meeting.
Αυτή τολμηρά αμφισβήτησε την απόφαση του διευθυντή κατά τη διάρκεια της συνάντησης.
The artist audaciously blended classical forms with modern graffiti.
Ο καλλιτέχνης τολμηρά συνδύασε κλασικές μορφές με μοντέρνα γκράφιτι.
Λεξικό Δέντρο
audaciously
audacious



























