Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
audibly
Παραδείγματα
She audibly sighed with relief when the exam was finally over.
Αναστέναξε ακουστά με ανακούφιση όταν η εξέταση τελείωσε επιτέλους.
The baby began to cry audibly as soon as the lights went out.
Το μωρό άρχισε να κλαίει ακουστά μόλις έσβησαν τα φώτα.
Λεξικό Δέντρο
inaudibly
audibly
audible
aud



























