Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
impermanent
Παραδείγματα
The couple understood that their time in the small town was impermanent due to work commitments.
Το ζευγάρι κατάλαβε ότι ο χρόνος τους στη μικρή πόλη ήταν προσωρινός λόγω επαγγελματικών δεσμεύσεων.
The impermanent nature of the contract left her unsure about future job security.
Η προσωρινή φύση της σύμβασης την άφησε αβέβαιη για τη μελλοντική ασφάλεια εργασίας.
02
προσωρινός, φευγαλέος
existing or enduring for a limited time only
Λεξικό Δέντρο
impermanent
permanent
perman



























