Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to impair
01
αποδυναμώνω, μειώνω την αποτελεσματικότητα
to cause something to become weak or less effective
Transitive: to impair sth
Παραδείγματα
Prolonged exposure to loud noise can impair hearing over time.
Η παρατεταμένη έκθεση σε δυνατό θόρυβο μπορεί με τον καιρό να επηρεάσει την ακοή.
The accident impaired the functionality of the car's braking system.
Το ατύχημα επηρέασε τη λειτουργικότητα του συστήματος πέδησης του αυτοκινήτου.
Λεξικό Δέντρο
impaired
impairer
impairment
impair



























