impact
im
ˈɪm
ιμ
pact
ˌpækt
παικτ
British pronunciation
/ˈɪmˌpækt/

Ορισμός και σημασία του "impact"στα αγγλικά

to impact
01

επηρεάζω, έχω ισχυρή επίδραση σε

to have a strong effect on someone or something
Transitive: to impact sth
to impact definition and meaning
example
Παραδείγματα
The new environmental policies are expected to impact the way industries approach sustainability.
Προσδοκάται ότι οι νέες πολιτικές περιβάλλοντος θα επηρεάσουν τον τρόπο με τον οποίο οι βιομηχανίες προσεγγίζουν τη βιωσιμότητα.
Positive role models can impact the development of a child's values and behavior.
Τα θετικά πρότυπα μπορούν να επηρεάσουν την ανάπτυξη των αξιών και της συμπεριφοράς ενός παιδιού.
01

επίδραση, επιρροή

an influence or effect that something has on a person, situation, or thing
example
Παραδείγματα
The teacher ’s encouragement had a positive impact on the student ’s confidence.
Η ενθάρρυνση του δασκάλου είχε θετική επίδραση στην αυτοπεποίθηση του μαθητή.
The economic downturn had a significant impact on local businesses.
Η οικονομική ύφεση είχε σημαντική επίδραση στις τοπικές επιχειρήσεις.
02

επίδραση, σύγκρουση

the action of one object coming forcibly into contact with another
example
Παραδείγματα
The impact of the two cars could be heard from a distance.
Η σύγκρουση των δύο αυτοκινήτων μπορούσε να ακουστεί από απόσταση.
Meteorites create craters upon impact with the Earth ’s surface.
Οι μετεωρίτες δημιουργούν κρατήρες κατά την πρόσκρουση με την επιφάνεια της Γης.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store