Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to immure
01
περιφράσσω, φυλακίζω
to take a person or thing to a confined space and trap them there
Transitive: to immure sb
Παραδείγματα
The kidnappers decided to immure the hostages in an abandoned warehouse.
Οι απαγωγείς αποφάσισαν να τοιχοποιήσουν τους ομήρους σε μια εγκαταλειμμένη αποθήκη.
The prisoners were immured in small cells with minimal light and ventilation.
Οι κρατούμενοι τοιχοποιήθηκαν σε μικρά κελιά με ελάχιστο φως και αερισμό.
Λεξικό Δέντρο
immurement
immure



























