impactful
im
ˈɪm
ιμ
pact
pækt
παικτ
ful
fəl
φαλ
British pronunciation
/ˈɪmpaktfəl/

Ορισμός και σημασία του "impactful"στα αγγλικά

01

αποτελεσματικός, εντυπωσιακός

having a strong effect or influence on something or someone
example
Παραδείγματα
The keynote speaker delivered an impactful presentation that left the audience inspired.
Ο κύριος ομιλητής έδωσε μια αποτελεσματική παρουσίαση που άφησε το κοινό εμπνευσμένο.
The advertisement 's impactful message resonated with viewers and sparked conversation.
Το αποτελεσματικό μήνυμα της διαφήμισης βρήκε απήχηση στους θεατές και πυροδότησε συζήτηση.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store