Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
transformative
01
μετασχηματιστικός, επαναστατικός
having the power to bring about significant changes or transformations
Παραδείγματα
The transformative impact of technology revolutionized communication.
Ο μετασχηματιστικός αντίκτυπος της τεχνολογίας επαναπροσδιόρισε την επικοινωνία.
Her transformative journey of self-discovery changed her outlook on life.
Το μετασχηματιστικό ταξίδι αυτοανακάλυψης της άλλαξε την άποψή της για τη ζωή.
Λεξικό Δέντρο
transformative
transform



























