Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Transformer
01
μετασχηματιστής, μετατροπέας τάσης
an electric device that is used to increase or decrease the voltage of an alternating current
Παραδείγματα
The electrical engineer installed a transformer to step down the high voltage from the power lines to a safer level for residential use.
Ο ηλεκτρολόγος μηχανικός εγκατέστησε έναν μετασχηματιστή για να μειώσει την υψηλή τάση από τις γραμμές ηλεκτρικού ρεύματος σε ένα ασφαλέστερο επίπεδο για οικιακή χρήση.
Regular maintenance of the transformer is essential to ensure it operates efficiently and to prevent power outages.
Η τακτική συντήρηση του μετασχηματιστή είναι απαραίτητη για να λειτουργεί αποτελεσματικά και να αποτρέπονται διακοπές ρεύματος.
Λεξικό Δέντρο
transformer
transform



























