Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
transgenic
01
διαγονιδιακός, γενετικά τροποποιημένος
(of an organism) having genetic material from another species that has been artificially introduced into its genome
Λεξικό Δέντρο
transgenic
transgene
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
διαγονιδιακός, γενετικά τροποποιημένος
Λεξικό Δέντρο