Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
gustatory
01
γευστικός, σχετικός με τη γεύση
relating to the act, sensation, or study of taste
Παραδείγματα
The chef crafted a gustatory tour featuring sweet, salty, bitter, sour, and umami elements in every course.
Ο σεφ δημιούργησε μια γευστική περιήγηση που περιελάμβανε γλυκά, αλμυρά, πικρά, ξινά και ουμάμι στοιχεία σε κάθε πιάτο.
Researchers measured participants' gustatory thresholds to identify genetic differences in bitter‐taste sensitivity.
Οι ερευνητές μέτρησαν τα γευστικά κατώφλια των συμμετεχόντων για να εντοπίσουν γενετικές διαφορές στην ευαισθησία της πικρής γεύσης.
Λεξικό Δέντρο
gustatory
gust



























