Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Gusto
01
ενθουσιασμός, ευχαρίστηση
a strong and enthusiastic enjoyment or excitement in doing something
Παραδείγματα
She ate the cake with great gusto, savoring every bite.
Έφαγε το κέικ με μεγάλη ενθουσιασμό, απολαμβάνοντας κάθε δαγκωνιά.
He sang with gusto, pouring his heart into every note.
Τραγούδησε με ενθουσιασμό, βάζοντας την καρδιά του σε κάθε νότα.



























