Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
gullible
01
εύπιστος, αφελής
believing things very easily and being easily tricked because of it
Παραδείγματα
He 's so gullible that he believes every story he hears without questioning its validity.
Είναι τόσο εύπιστος που πιστεύει κάθε ιστορία που ακούει χωρίς να αμφισβητεί την εγκυρότητά της.
Her gullible nature makes her an easy target for scams and dishonest sales tactics.
Η ευκολόπιστη φύση της την κάνει εύκολο στόχο για απάτες και ανέντιμες τακτικές πώλησης.
Λεξικό Δέντρο
gullibility
gullible
gull



























