Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Gullibility
01
ευπιστία, αφέλεια
the quality of being easily deceived and convinced to believe or do what others want
Παραδείγματα
The con artist took advantage of her gullibility by selling her a fake product with false promises of miraculous results.
Ο απατεώνας εκμεταλλεύτηκε την ευπιστία της πουλώντας της ένα ψεύτικο προϊόν με ψεύτικες υποσχέσεις για θαυμαστά αποτελέσματα.
Her gullibility was evident when she fell for an online scam and lost a significant amount of money.
Η ευπιστία της ήταν εμφανής όταν έπεσε θύμα μιας ηλεκτρονικής απάτης και έχασε ένα σημαντικό ποσό χρημάτων.



























