gullibility
gu
ˌgə
γκα
lli
λα
bi
ˈbɪ
μπι
li
λι
ty
ti
τι
British pronunciation
/ɡˌʌlɪbˈɪlɪti/

Ορισμός και σημασία του "gullibility"στα αγγλικά

01

ευπιστία, αφέλεια

the quality of being easily deceived and convinced to believe or do what others want
example
Παραδείγματα
The con artist took advantage of her gullibility by selling her a fake product with false promises of miraculous results.
Ο απατεώνας εκμεταλλεύτηκε την ευπιστία της πουλώντας της ένα ψεύτικο προϊόν με ψεύτικες υποσχέσεις για θαυμαστά αποτελέσματα.
Her gullibility was evident when she fell for an online scam and lost a significant amount of money.
Η ευπιστία της ήταν εμφανής όταν έπεσε θύμα μιας ηλεκτρονικής απάτης και έχασε ένα σημαντικό ποσό χρημάτων.

Λεξικό Δέντρο

gullibility
gullible
gull
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store