Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Gula
01
λαιμαργία, αδηφαγία
eating to excess (personified as one of the deadly sins)
02
γούλα, η βαβυλωνία θεά της θεραπείας και σύζυγος του Νινουρτα
the Babylonian goddess of healing and consort of Ninurta
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
λαιμαργία, αδηφαγία
γούλα, η βαβυλωνία θεά της θεραπείας και σύζυγος του Νινουρτα