Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
groggy
01
ζαλισμένος, groggy
feeling unsteady or dazed, often due to lack of sleep or recovery from anesthesia
Παραδείγματα
After staying up late, he felt groggy in the morning and struggled to wake up.
Αφού έμεινε ξύπνιος μέχρι αργά, ένιωθε ζαλισμένος το πρωί και δυσκολευόταν να ξυπνήσει.
She was still groggy from her nap and needed a few minutes to fully wake up.
Ήταν ακόμα ζαλισμένη από τον υπνάκο της και χρειαζόταν λίγα λεπτά για να ξυπνήσει εντελώς.
Λεξικό Δέντρο
grogginess
groggy
grog



























