Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
The grocers
01
το μπακάλικο, το παντοπωλείο
a place where food and small household items are sold
Παραδείγματα
I 'm going to the grocers to buy some fresh vegetables and bread.
Πηγαίνω στο μπακάλικο να αγοράσω μερικά φρέσκα λαχανικά και ψωμί.
She stopped at the grocers on her way home to pick up milk and eggs.
Σταμάτησε στο μπακάλικο στο δρόμο της για το σπίτι για να πάρει γάλα και αυγά.



























