goofproof
goof
guf
γκουφ
proof
pruf
προυφ
British pronunciation
/ɡˈuːfpɹuːf/

Ορισμός και σημασία του "goofproof"στα αγγλικά

to goofproof
01

ανθεκτικό σε ανθρώπινα λάθη, ανθεκτικό σε κακή χρήση από τον άνθρωπο

proof against human misuse or error
01

αλάνθαστος, ανθεκτικός σε λάθη

designed to prevent any errors or mistakes, even from someone inexperienced or careless
example
Παραδείγματα
The goofproof design of the software made it easy for anyone to use without making mistakes.
Ο αλάνθαστος σχεδιασμός του λογισμικού έκανε εύκολη τη χρήση του από οποιονδήποτε χωρίς λάθη.
The recipe was goofproof, allowing even beginners to bake a perfect cake.
Η συνταγή ήταν αλάνθαστη, επιτρέποντας ακόμη και σε αρχάριους να ψήσουν ένα τέλειο κέικ.

Λεξικό Δέντρο

goofproof

goof

+

proof

App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store