Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Goon
01
μπράβος, κακοποιός
a criminal hired to harm or threaten people
Dialect
American
Παραδείγματα
The goon stood menacingly outside the nightclub, eyeing everyone who passed by with suspicion.
Ο μπράβος στεκόταν απειλητικά έξω από το νυχτερινό κλαμπ, κοιτάζοντας με καχυποψία όλους όσους περνούσαν.
Despite his intimidating appearance, Jake was more of a gentle giant than a goon; he loved animals and spent his weekends volunteering at the local shelter.
Παρά την τρομακτική του εμφάνιση, ο Τζέικ ήταν περισσότερο ένα γλυκό γίγαντα παρά ένα μπράβος· αγαπούσε τα ζώα και περνούσε τα Σαββατοκύριακά του εθελοντικά στο τοπικό καταφύγιο.
02
a clumsy, foolish, or unintelligent person
Παραδείγματα
Do n't be such a goon — pay attention to what you're doing.
He felt like a goon after spilling coffee on his shirt.



























