Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Goofball
01
βλάκας, χαζός
a man who is a stupid incompetent fool
02
κλόουν, γελωτοποιός
a person who amuses others by ridiculous behavior
03
μείγμα μεθαμφεταμίνης και ηρωίνης, κοκτέιλ μεθ-ηρωίνης
a mixture of methamphetamine and heroin taken together for combined stimulant and depressant effects
Παραδείγματα
He tried a goofball at a party and felt both energized and relaxed.
Δοκίμασε ένα goofball σε ένα πάρτι και αισθάνθηκε τόσο ενεργητικός όσο και χαλαρός.
Some users take a goofball for a unique high.
Μερικοί χρήστες παίρνουν ένα goofball για μια μοναδική «αψήφη».
Λεξικό Δέντρο
goofball
goof
ball



























