Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
frigid
01
παγωμένος, παγερός
extremely cold in temperature, often causing discomfort or numbness
Παραδείγματα
The frigid winter air made every breath feel like a frosty exhale.
Ο παγωμένος χειμωνιάτικος αέρας έκανε κάθε ανάσα να μοιάζει με παγωμένη εκπνοή.
Despite wearing layers, the hikers shivered in the frigid mountain wind.
Παρόλο που φορούσαν πολλά στρώματα, οι πεζοπόροι έτρεμαν στον παγωμένο βουνίσιο αέρα.
Παραδείγματα
She worried that being frigid would affect her relationship.
Ανησυχούσε ότι το να είναι ψυχρή θα επηρέαζε τη σχέση της.
The therapist addressed issues of frigid behavior in her counseling sessions.
Ο θεραπευτής ανέλυσε θέματα ψυχρής συμπεριφοράς στις συνεδρίες συμβουλευτικής της.
Παραδείγματα
Growing up in an emotionally frigid household, he rarely experienced any warmth or affection from his parents.
Μεγαλώνοντας σε ένα συναισθηματικά κρύο σπίτι, σπάνια ένιωθε ζεστασιά ή στοργή από τους γονείς του.
The emotionally frigid atmosphere at the office left employees feeling isolated and unappreciated.
Η συναισθηματικά ψυχρή ατμόσφαιρα στο γραφείο άφησε τους εργαζόμενους να αισθάνονται απομονωμένοι και μη εκτιμώμενοι.
04
ψυχρός, χωρίς έμπνευση
lacking imaginative qualities
Παραδείγματα
The book was technically accurate but felt frigid and uninspired.
Το βιβλίο ήταν τεχνικά ακριβές αλλά φαινόταν κρύο και χωρίς έμπνευση.
Critics found her painting style frigid, devoid of depth or warmth.
Οι κριτικοί βρήκαν το στυλ ζωγραφικής της ψυχρό, χωρίς βάθος ή ζεστασιά.
Λεξικό Δέντρο
frigidly
frigidness
frigid



























