Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
frightful
01
τρομακτικός, φοβερός
causing intense fear, terror, or alarm due to its shocking or alarming nature
Παραδείγματα
The sight of the ghostly figure lurking in the shadows was truly frightful, sending shivers down their spines.
Η θέα της φαντασμαγορικής φιγούρας που κρυβόταν στις σκιές ήταν πραγματικά τρομακτική, προκαλώντας ρίγη κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης τους.
The loud thunder and lightning during the storm were frightful, making them seek refuge indoors.
Ο δυνατός κεραυνός και οι αστραπές κατά τη διάρκεια της καταιγίδας ήταν τρομακτικά, κάνοντάς τους να αναζητήσουν καταφύγιο στο εσωτερικό.
02
τρομερός, φοβερός
extreme in degree or extent or amount or impact
03
τρομακτικός, φρικτός
extremely distressing
Λεξικό Δέντρο
frightfully
frightfulness
frightful
fright



























