Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Fanny
01
πισινός, κώλος
the fleshy part of the body one sits on
Dialect
American
Παραδείγματα
She slipped on the wet floor and landed right on her fanny.
Γλίστρησε στο βρεγμένο πάτωμα και έπεσε ακριβώς στο πισινό της.
After sitting all day, his fanny was sore from the hard chair.
Μετά από καθιστή όλη την ημέρα, ο πισινός του πονάγε από την σκληρή καρέκλα.
02
αιδοίο, μουνί
external female sex organs



























