Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
fabulously
01
υπέροχα, θαυμάσια
in an extremely pleasing or successful manner
Παραδείγματα
The party went fabulously, with everyone dancing until dawn.
Το πάρτι πήγε υπέροχα, με όλους να χορεύουν μέχρι την αυγή.
She and her new roommate got along fabulously from the very first day.
Αυτή και η νέα της συγκάτοικος τα πήγαιναν υπέροχα από την πρώτη μέρα.
1.1
υπέροχα, απίστευτα
to an extraordinary or astonishing degree
Παραδείγματα
The scientist 's theory proved fabulously accurate in later experiments.
Η θεωρία του επιστήμονα αποδείχθηκε απίθανα ακριβής σε μεταγενέστερα πειράματα.
The ancient artifact was preserved fabulously well for its age.
Το αρχαίο αντικείμενο ήταν θαυμάσια καλά διατηρημένο για την ηλικία του.
Λεξικό Δέντρο
fabulously
fabulous



























