Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
expandable
01
επεκτάσιμος, προσαρμοζόμενος
capable of increasing in size, capacity, or scope
Παραδείγματα
The expandable dining table can be extended to accommodate more guests.
Η επεκτάσιμη τραπεζαρία μπορεί να επεκταθεί για να φιλοξενήσει περισσότερους επισκέπτες.
The expandable folder can hold more documents as needed.
Ο επεκτάσιμος φάκελος μπορεί να περιέχει περισσότερα έγγραφα ανάλογα με τις ανάγκες.
02
επεκτάσιμος, διαστολικός
(of gases) capable of expansion
Λεξικό Δέντρο
expandable
expand



























