Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
executable
01
εκτελέσιμος, εφαρμόσιμος
capable of being carried out or put into action successfully
Παραδείγματα
The software update is executable once the necessary permissions are granted.
Η ενημέρωση του λογισμικού είναι εκτελέσιμη μόλις χορηγηθούν οι απαραίτητες άδειες.
The team devised an executable plan to complete the project within the deadline.
Η ομάδα επινόησε ένα εκτελέσιμο σχέδιο για την ολοκλήρωση του έργου εντός της προθεσμίας.
Λεξικό Δέντρο
executability
executable
execute



























