Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Execration
01
κατάρα, απέχθεια
hate coupled with disgust
02
κατάρα, αντικείμενο κατάρας
the target of condemnation and curses
Παραδείγματα
The tyrant became the execration of the people due to his cruel policies.
Ο τύραννος έγινε η κατάρα του λαού λόγω των σκληρών πολιτικών του.
Memories of wartime atrocities remained execrations for many survivors.
Οι αναμνήσεις των πολεμικών θηριωδιών παρέμειναν καταράσεις για πολλούς επιζώντες.
03
κατάρα, επίκληση
an appeal to some supernatural power to inflict evil on someone or some group
Λεξικό Δέντρο
execration
execrate



























