Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
evident
01
εμφανής, προφανής
easily perceived by the mind or senses
Παραδείγματα
His frustration was evident in his tone of voice and body language.
Η απογοήτευσή του ήταν εμφανής στον τόνο της φωνής του και στη γλώσσα του σώματος.
The importance of the issue was evident from the heated discussions among the participants.
Η σημασία του θέματος ήταν εμφανής από τις έντονες συζητήσεις μεταξύ των συμμετεχόντων.
Λεξικό Δέντρο
evidential
evidently
evident
evidence



























