empiric
em
ɛm
εμ
pi
ˈpɪ
πι
ric
rɪk
ρικ
British pronunciation
/ɛmpˈɪɹɪk/

Ορισμός και σημασία του "empiric"στα αγγλικά

01

εμπειρικός, βασισμένος στην παρατήρηση ή την εμπειρία

based on observation or experience rather than theory or pure logic
example
Παραδείγματα
The doctor took an empiric approach, relying on the patient ’s history and symptoms rather than tests.
Ο γιατρός ακολούθησε μια εμπειρική προσέγγιση, βασιζόμενος στο ιστορικό και τα συμπτώματα του ασθενούς παρά σε εξετάσεις.
The empiric method of teaching focused on hands-on activities rather than textbook learning.
Η εμπειρική μέθοδος διδασκαλίας επικεντρώνεται σε πρακτικές δραστηριότητες παρά στη μάθηση από εγχειρίδια.
02

εμπειρικός, τσαρλατάνος

relying on medical quackery

Λεξικό Δέντρο

empirical
empiric
empire
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store