Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
emphatically
01
κατηγορηματικά, εντυπωσιακά
in a strong, definite, and forceful way
Παραδείγματα
He emphatically denied the allegations.
Αρνήθηκε κατηγορηματικά τους ισχυρισμούς.
The teacher emphatically reminded the students of the deadline.
Ο δάσκαλος επιμελώς υπενθύμισε στους μαθητές την προθεσμία.
1.1
κατηγορηματικά, σαφώς
clearly and without any doubt
Παραδείγματα
The results emphatically prove the success of the experiment.
Τα αποτελέσματα κατηγορηματικά αποδεικνύουν την επιτυχία του πειράματος.
The evidence emphatically supports the defendant's innocence.
Τα στοιχεία κατηγορηματικά υποστηρίζουν την αθωότητα του κατηγορουμένου.



























