LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Emphasized
/ˈɛmfɐsˌaɪzd/
/ˈɛmfəˌsaɪzd/
emphasised
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "emphasized"
emphasized
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
spoken with emphasis
word family
emphasis
emphasis
Noun
emphasize
Verb
emphasized
Adjective
Συναφή Λέξεις
emphasize
emphasis
empetrum
empetraceae
emperor penguin
emphasizing
emphatic
emphatically
emphysema
emphysematous
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App