Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
empirically
01
εμπειρικά, με βάση την εμπειρία
in a way that is based on observation, experience, or practical evidence rather than just theoretical ideas
Παραδείγματα
The conclusion was drawn empirically from the data collected during the field study.
Το συμπέρασμα εξήχθη εμπειρικά από τα δεδομένα που συλλέχθηκαν κατά τη διάρκεια της επιτόπιας μελέτης.
The psychologist sought to understand behavior empirically by observing and analyzing real-life situations.
Ο ψυχολόγος επιδίωξε να κατανοήσει τη συμπεριφορά εμπειρικά παρατηρώντας και αναλύοντας πραγματικές καταστάσεις ζωής.
Λεξικό Δέντρο
empirically
empirical
empiric
empire



























